φελιάζω

φελιάζω
και φηλιάζω Ν
1. ράβω τεμάχιο υφάσματος σε ένδυμα
2. (σχετικά με φυτά) μπολιάζω, εγκεντρίζω
3. (γενικά) συναρμόζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, ο τ. προέρχεται από τη λ. θηλιάζω «κάνω θηλειά, κουμπώνω, θηλυκώνω», με τροπή τού -θσε -φ- (πρβλ. θηκάρι: φηκάρι, θηλειά: φηλειά). Κατ' άλλη, όμως, άποψη, το ρ. πρέπει να συνδεθεί με τη λ. φίλος και η σημ. του έχει προέλθει από τη σημ. «κάνω φίλους, φιλιώνω». Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η ορθή γρφ. τού τ. θα πρέπει να είναι φιλιάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φελιάζω — φέλιασα, φελιάστηκα, φελιασμένος 1. προσθέτω με ράψιμο κομμάτι υφάσματος στα άκρα φορέματος, ρελιάζω. 2. (για φυτά), μπολιάζω, κεντρίζω, μεταμοσχεύω, κεντρώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φέλιασμα — το, Ν [φελιάζω] 1. η ενέργεια τού φελιάζω, προσραφή ταινίας υφάσματος σε ένδυμα 2. πρόσθετη ταινία υφάσματος («θα σού ράψω φελιάσματα στο φόρεμα που κόντυνε») 3. μπόλιασμα, εγκεντρισμός …   Dictionary of Greek

  • φελιαστός — ή, ό, Ν [φελιάζω] αυτός που προστέθηκε κάπου με φέλιασμα («το ρέλι στο παντελόνι σου είναι φελιαστό»). επίρρ... φελιαστά Ν με φέλιασμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”